- Ἐπικράτη
- Ἐπικράτηςmasc nom/voc/acc dual (doric aeolic)Ἐπικράτηςmasc acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπικρατῆ — ἐπικρατής master neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπικρατής master masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπικρατής master masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρατῇ — ἐπικρατέω rule over pres subj mp 2nd sg ἐπικρατέω rule over pres ind mp 2nd sg ἐπικρατέω rule over pres subj act 3rd sg ἐπικρατέω rule over pres subj mp 2nd sg ἐπικρατέω rule over pres ind mp 2nd sg ἐπικρατέω rule over pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικράτη — ἐπικρατέω rule over pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἐπικρατέω rule over pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἐπικρατέω rule over imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἐπικρατέω rule over imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρατῆι — ἐπικρατῇ , ἐπικρατέω rule over pres subj mp 2nd sg ἐπικρατῇ , ἐπικρατέω rule over pres ind mp 2nd sg ἐπικρατῇ , ἐπικρατέω rule over pres subj act 3rd sg ἐπικρατῇ , ἐπικρατέω rule over pres subj mp 2nd sg ἐπικρατῇ , ἐπικρατέω rule over pres ind mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek
Τόμσεν — Ν φρ. «νόσος Τόμσεν» ιατρ. τύπος συγγενούς μυοτονίας που συνοδεύεται από μυϊκή υπερτροφία, μεταβιβάζεται κατά τον αυτοσωματικό επικρατή χαρακτήρα και περιλαμβάνει πιθανώς τέσσερεις ή πέντε υποτύπους … Dictionary of Greek
δυστροφία — Όρος που αποδίδεται σε ένα σύνολο κληρονομικών διαταραχών, οι οποίες χαρακτηρίζονται από προοδευτική μυϊκή αδυναμία και απώλεια του μυϊκού ιστού (γι’ αυτό η πλήρης ονομασία τους είναι μυϊκή δ. ή κληρονομική μυοπάθεια). Ορισμένοι τύποι δ. είναι οι … Dictionary of Greek
πολυοστεοχονδρίτιδα — η, Ν ιατρ. κληρονομική γονοτυπική νόσος, μεταβιβαζόμενη κατά τον επικρατή χαρακτήρα, η οποία εκδηλώνεται σε παιδιά 3 4 ετών, κυρίως αγόρια, προσβάλλει τους χόνδρους τών άκρων και συνοδεύεται από μυϊκή υποτονία και υπέρμετρη χαλάρωση τών συνδέσμων … Dictionary of Greek
σύστημα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σύσταμα και μτγν. τ. σύστεμα Α [συνίσταμαι] 1. σύνολο στοιχείων, υλικών ή ιδεατών, τού οποίου τα μέλη βρίσκονται σε στενή μεταξύ τους σχέση αλληλεξάρτησης και συναπαρτίζουν ένα οργανωμένο όλον, καθώς και η ολότητα τών σχέσεων … Dictionary of Greek